Η παρουσία του εθνικισμού ως ιδεολογίας και ως κοινωνικού συστήματος είναι ιδιαίτερα αισθητή από τα τέλη του 18ου αιώνα. Δεν θα ήταν μάλιστα υπερβολή εάν λέγαμε ότι “από το 1789 έως το 1945, η ιστορία της Ευρώπης είναι συνώνυμη με την ιστορία της εμφάνισης και της ανάπτυξης των σύγχρονων εθνών”. Παρόλα αυτά, ο εθνικισμός δεν έγινε αντικείμενο επιστημονικής διερεύνησης παρά μόνο στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Μέχρι και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το ενδιαφέρον για τον εθνικισμό ήταν κυρίως ηθικό και φιλοσοφικό. Οι επιστήμονες της περιόδου, κυρίως ιστορικοί και κοινωνικοί φιλόσοφοι, ενδιαφέρονταν περισσότερο “για τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα” του εθνικισμού παρά για την καταγωγή και την εξάπλωση του φαινομένου. Τα έθνη-κράτη αντιμετωπίζονταν ως εναλλακτικές λύσεις στην “ηλιθιότητα της αγροτικής ζωής και του προκαπιταλιστικού επαρχιωτισμού”. Θεωρούνταν επομένως ως ένα προοδευτικό της ιστορικής εξέλιξης των ανθρωπίνων κοινωνιών. Το φυσικό επακόλουθο αυτής της εξελικτικής θεώρησης, το οποίο ασπάζονταν φιλελεύθεροι και μαρξιστές, ήταν ότι ο εθνικισμός σταδιακά θα εξαλειφόταν με την εγκαθίδρυση της ειρήνης στη διεθνή πολιτική σκηνή. Μια τέτοια θεώρηση όμως εκλάμβανε ως δεδομένη την ύπαρξη των εθνών. Οι πολιτικές και κοινωνικές πραγματικότητες της περιόδου δεν επέτρεπαν εναλλακτικές αντιλήψεις: ο εθνικισμός ήταν ο αναγκαστικός κανόνας της διεθνούς τάξης και, καθώς απευθυνόταν στο συναίσθημα, κανείς δεν μπορούσε να μείνει αδιάφορος στα κελεύσματα του. Τα ίχνη του μπορούν να ανιχνευθούν πίσω, στους Γερμανούς ρομαντικούς του 18ου αιώνα ή ακόμα και το Διαφωτισμό. Κάποιοι επιστήμονες εξήγησαν τον εθνικισμό ως πολιτικό, κυρίως, δόγμα, που πηγάζει από τον γερμανικό στοχασμό, ενώ άλλοι, ακολουθώντας τη σκέψη του Ντιρκέμ, έτειναν να τον ερμηνεύσουν ως νεωτερικό και εκκοσμικευμένο υποκατάστατο της θρησκείας, το οποίο αναδύθηκε κατά την οδυνηρή περίοδο της μετάβασης προς την νεωτερικότητα.
Στις μέρες μας ο εθνικισμός συνδέεται τόσο με τα συμφέροντα της πολιτικής και της οικονομικής εξουσίας όσο και με βαθιά ριζωμένους ιδεολογικούς μηχανισμούς και ευνοείται από τις ιστορικές συγκυρίες μιας εποχής εντάσεων και μεταβατικότητας. Πιο συγκεκριμένα η μετανάστευση οξύνει τα ξενοφοβικά σύνδρομα, καθώς ο ξένος αντιμετωπίζεται ως απειλή για τη ζωή, την ασφάλεια και την εργασία, αλλά και η οικονομική κρίση που πλήττει την κοινωνία μας αυξάνει τη δυσαρέσκεια και εξωθεί σε αντιδράσεις σε βάρος των αλλοδαπών, θεωρώντας τους υπεύθυνους.
**Όλες οι στερεές και σκουριασμένες σχέσεις που ακολουθούνταν από παραδόσεις και θεωρίες που ήταν μια φορά κι έναν καιρό σεβαστές, διαλύονται. Μα και όλες οι νέες που σχηματίζονται παλιώνουν πριν προφτάσουν να γίνουν σκέλεθρα. Κάθε τι σταθερό και στεκαμένο φεύγει σαν καπνός. Κάθε τι αγιασμένο χάνει την αγιοσύνη του και στο τέλος οι άνθρωποι εξαναγκάζονται να βλέπουν νηφάλια τη θέση τους στη ζωή και στις αναμεταξύ τους σχέσεις (Μαρξ-Ένγκελς, Το κομμουνιστικό μανιφέστο).
Πηγές:
1) Θεωρίες του Εθνικισμού (Umut Ozkirimli-Εκδόσεις Σιδέρης)
2) Έκφραση-Έκθεση για την Γ΄λυκείου (Αλέξανδρος-Σπύρος Μητσέλος-Εκδόσεις Ελληνοεκδοτική)
*Η Δέσποινα Πάνου είναι φοιτήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
You must be logged in to post a comment.